- λιγυσφάραγος
- λιγυσφάραγος, -ον (Α)αυτός που ηχεί διαπεραστικά («λιγυσφαράγων... φορμίγγων», Πίνδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < λιγύς «οξύς, δυνατός» + -σφάραγος (< σφαραγοῦμαι «σφριγώ»), πρβλ. ερι-σφάραγος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λιγυσφαράγων — λιγυσφάραγος shrill sounding masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)